απισχνώ
Смотреть что такое "απισχνώ" в других словарях:
απισχναίνω — ἀπισχναίνω κ. ἀπισχνῶ ( όω) (Α) λεπταίνω, αδυνατίζω κάποιον ή κάτι … Dictionary of Greek
απισχναίνω — ἀπισχναίνω κ. ἀπισχνῶ ( όω) (Α) λεπταίνω, αδυνατίζω κάποιον ή κάτι … Dictionary of Greek